- φιλογεωμετρία
- ἡ, Α [φιλογεωμέτρης]η αγάπη για την γεωμετρία, η συχνή ενασχόληση με τη γεωμετρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλογεωμετρίαν — φιλογεωμετρίᾱν , φιλογεωμετρία fondness for geometry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek